ρεγεών

ρεγεών
και ῥεγιών, -ῶνος, ἡ, ΜΑ
1. προάστιο
2. διαμέρισμα, συνοικία πόλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. regio «γραμμή, κώμη, πόλη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ῥεγεών — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥεγεῶνα — ῥεγεών masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥεγεῶνας — ῥεγεών masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥεγεῶνες — ῥεγεών masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥεγεῶνι — ῥεγεών masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥεγεῶνος — ῥεγεών masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥεγεῶσι — ῥεγεών masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥεγεώνων — ῥεγεών masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρεγεωνάρχης — και ῥηγεωνάρχης και ῥεγιωνάρχης, ὁ, Μ ο επικεφαλής ρεγεώνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥεγεών + άρχης*] …   Dictionary of Greek

  • ρεγιωνάριος — και ῥεγεωνάριος, ὁ, ΜΑ 1. αστυνόμος 2. αυτός που ανήκει σε ορισμένη περιοχή 3. αξιωματούχος σε συγκεκριμένη θέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥεγιών / ῥεγεών + κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”